τροπικοποίηση

τροπικοποίηση
η, Ν
1. (τεχνολ.-χημ.) η κατεργασία τής επιφάνειας ενός υλικού έτσι ώστε αυτό να γίνει ανθεκτικό στις επιδράσεις τού τροπικού κλίματος
2. (μεταλλ.) κατεργασία για την προστασία τής επιφάνειας τεμαχίων από χάλυβα τα οποία έχουν επιψευδαργυρωθεί ή επικαδμιωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. tropicalization < tropical (πρβλ. τροπικός) + -lization, που αποδίδεται στην Ελληνική με το -ποίηση (< -ποιώ*).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”